Χτες βράδυ μου τηλεφώνησε η Χ*.
Ήθελε, λέει, να μου πει κάτι πολύ σημαντικό.
Νόμισα πως επρόκειτο για εκείνον τον φίλο του Ω* που βρέθηκε ξαφνικά κατηγορούμενος για αποπλάνηση ανηλίκου (αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία…).
Προφανώς, βέβαια, δεν ήθελε να μου πει γι’ αυτό, αλλά για κάτι άλλο.
Στην αρχή μου τα μάσαγε.
Με τα πολλά κι αφού έκανα τη χαζή, το ξεστόμισε.
Ο Ψ* είναι γκέι.
Α, αυτό ήταν; Της είπα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν παραξενεύτηκα ιδιαίτερα. Όχι γιατί το περίμενα, αλλά, ξέρω ’γω; Δεν ξαφνιάστηκα κιόλας. Δεν είναι δα και κάτι τόσο αξιοπερίεργο πια. Αλλοτρίωση; Πρόοδος; Όπως και να’ χει, νομίζω πως έχουμε πάψει να αντιμετωπίζουμε τους γκέι σαν εξωγήινους που προέρχονται από άλλο πλανήτη. Ή, εν πάση περιπτώσει, τους αφήνουμε στην ησυχία τους (καλά, εντάξει, όχι πάντα. Προφανώς θέλει ακόμη πολύ δρόμο ώστε –ως είθισται με κάθε τι που παρεκκλίνει του κανόνα- να γίνουν πλήρως αποδεκτοί και ισότιμοι. Ίσως και να μη γίνουν ποτέ).
Ο Ψ*, λοιπόν, είναι γκέι. Το συνειδητοποίησε στην εφηβεία (γυμνάσιο), αλλά μόλις τώρα (περίπου, δηλαδή, 10 χρόνια μετά) βρήκε το κουράγιο να το πει. Ποτέ δεν του άρεσαν τα κορίτσια, κι ας είχε δοκιμάσει να κάνει και σχέση με μια συμμαθήτριά του στο λύκειο (απ’ όσο θυμάμαι, γιατί στο παν/μιο ελάχιστα βρισκόμασταν), κι ας του τα ’ριχνε χοντρά εκείνη η συμφοιτήτριά του που το όνομά της ξεχνώ (αλλά και να το θυμόμουν δε θα το έγραφα). Ο Ψ* ποτέ δεν ένιωσε, λέει, έλξη για κορίτσι. Εμείς, βέβαια, τότε πού να το φανταστούμε…
Η Α*, που το έμαθε πρώτη, έκλαιγε, λέει, ένα βράδυ όταν της το είπε. Όχι για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις προφανώς. Αλλά να, φαντάζομαι, ως να συνηθίσει ότι ο Ψ* αλλάζει πλέον ζωή άρδην. Και όλος ο κύκλος του (οικογενειακός, φιλικός, κλπ) πρέπει να προσαρμοστεί σ’ αυτό.
Τέλος πάντων, υπό το «βάρος» αυτής της αποκάλυψης, κάθισα και σκέφτηκα. Ανέτρεξα, δηλαδή, στα τελευταία χρόνια του σχολείου. Κάναμε αρκετή παρέα τότε με τον Ψ* και άλλα παιδιά των οποίων τα ίχνη έχω χάσει, κι ας ζούμε στην ίδια πόλη (έτσι συμβαίνει καμιά φορά με τους φίλους της εποχής του σχολείου. Τους χάνεις, αλλά καμιά φορά τους ξαναβρίσκεις). Βόλτες, διακοπές, ύστερα τα πρώτα χρόνια στο παν/μιο… και σκέφτομαι πόσο τελικά θα υπέφερε, πόσο θα καταπιέστηκε όλα αυτά τα χρόνια που για μας κύλησαν ανέμελα (σίγουρα, δηλαδή, πιο ανέμελα απ’ ότι για εκείνον).
Και τελικά χαίρομαι γι’ αυτόν. Σίγουρα, βέβαια, τα πράγματα εφεξής δεν θα είναι ρόδινα γι’ αυτόν (δεν ξέρω καν αν οι γονείς του το ξέρουν). Αλλά από την άλλη, φαντάζομαι, θα του’ χει φύγει ένα βάρος. Βάρος χρόνων. Και δεν είναι λίγο αυτό.
* Για ευνόητους λόγους αποφάσισα να βάλω Χ, Ψ, Ω, Α, αντί για τα πραγματικά ονόματα.
(posted by C.)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου