623…624…625…
Κοντεύω να μετρήσω δύο στάνες πρόβατα κι ακόμα τίποτα…
Βγαίνω στο μπαλκόνι για τσιγάρο.
Ο σκύλος του γείτονα με κοιτάζει και κουνάει την ουρά του.
Άγρυπνος κι αυτός. Και φρουρός.
Μπαίνω μέσα, ανοίγω την τηλεόραση.
Πέφτω πάνω σε κάτι telemarketing που προσπαθούν να με πείσουν ότι η ζωή μου θα αλλάξει αν χρησιμοποιήσω την νέα επαναστατική-ηλεκτρομαγνητική-αντιστατική βούρτσα μαλλιών που άμα λάχει σκοτώνει και τις ψείρες.
Τρίχες! Εγώ μόνο να κοιμηθώ θέλω…
Αλλάζω κανάλι κι εντοπίζω τον Λιακόπουλο.
Νεφελίμ, Ελοχίμ και καραπιπερίμ, πιπερίμ, πιπερίμ…
Άσε, αγριεύει το πράγμα.
Την κλείνω.
Δύο και μισή.Το μάτι γαρίδα.
Να πιω μια βαλεριάνα; Και πώς θα αποδώσω αύριο στην δουλειά;
Να πάρω χάπι; Μπα…Θα με πιάσει πονοκέφαλος και μετά θα παίρνω παυσίπονα.
Πήγε τέσσερις.
Ανεβαίνω στην ταράτσα.
Κοιτάζω γύρω γύρω και, από το Μαρούσι μέχρι τον Υμηττό, όλη η πόλη κοιμάται.
Κάπου κάπου περνάει ένα αυτοκίνητο.
Ένα αστέρι πέφτει.
Κάνω μια ευχή: να κοιμηθώ…
Πέντε και μισή.
Ξημέρωσε. Ακούω το πρώτο λεωφορείο να περνάει.
Δεν βαριέσαι, θα πάω άυπνη στη δουλειά.
Ας μην είμαι παραγωγική μονάδα σήμερα.
Δικαίωμά μου δεν είναι;
Το mp3 μου τραγουδάει
‘…μην με φοβάσαι, μην με φοβάσαι
νύχτες αγρύπνιας να με θυμάσαι…’
Σε θυμάμαι. Πάντα.
Κοντεύω να μετρήσω δύο στάνες πρόβατα κι ακόμα τίποτα…
Βγαίνω στο μπαλκόνι για τσιγάρο.
Ο σκύλος του γείτονα με κοιτάζει και κουνάει την ουρά του.
Άγρυπνος κι αυτός. Και φρουρός.
Μπαίνω μέσα, ανοίγω την τηλεόραση.
Πέφτω πάνω σε κάτι telemarketing που προσπαθούν να με πείσουν ότι η ζωή μου θα αλλάξει αν χρησιμοποιήσω την νέα επαναστατική-ηλεκτρομαγνητική-αντιστατική βούρτσα μαλλιών που άμα λάχει σκοτώνει και τις ψείρες.
Τρίχες! Εγώ μόνο να κοιμηθώ θέλω…
Αλλάζω κανάλι κι εντοπίζω τον Λιακόπουλο.
Νεφελίμ, Ελοχίμ και καραπιπερίμ, πιπερίμ, πιπερίμ…
Άσε, αγριεύει το πράγμα.
Την κλείνω.
Δύο και μισή.Το μάτι γαρίδα.
Να πιω μια βαλεριάνα; Και πώς θα αποδώσω αύριο στην δουλειά;
Να πάρω χάπι; Μπα…Θα με πιάσει πονοκέφαλος και μετά θα παίρνω παυσίπονα.
Πήγε τέσσερις.
Ανεβαίνω στην ταράτσα.
Κοιτάζω γύρω γύρω και, από το Μαρούσι μέχρι τον Υμηττό, όλη η πόλη κοιμάται.
Κάπου κάπου περνάει ένα αυτοκίνητο.
Ένα αστέρι πέφτει.
Κάνω μια ευχή: να κοιμηθώ…
Πέντε και μισή.
Ξημέρωσε. Ακούω το πρώτο λεωφορείο να περνάει.
Δεν βαριέσαι, θα πάω άυπνη στη δουλειά.
Ας μην είμαι παραγωγική μονάδα σήμερα.
Δικαίωμά μου δεν είναι;
Το mp3 μου τραγουδάει
‘…μην με φοβάσαι, μην με φοβάσαι
νύχτες αγρύπνιας να με θυμάσαι…’
Σε θυμάμαι. Πάντα.
by V.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου