«Στα αρχαία ελληνικά η επιστροφή λέγεται νόστος. Άλγος σημαίνει πόνος. Νοσταλγία είναι λοιπόν o πόνος που προκαλεί σε κάποιον η ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής. […]Στην αυγή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού γεννήθηκε η Οδύσσεια, το θεμελιώδες έπος της νοσταλγίας. Ας υπογραμμίσουμε: ο Οδυσσέας, ο κατεξοχήν άνθρωπος της περιπέτειας όλων των εποχών, είναι και ο κατεξοχήν άνθρωπος της νοσταλγίας. Πήγε (χωρίς να το πολυθέλει) στον πόλεμο της Τροίας, όπου έμεινε δέκα χρόνια. Έπειτα θέλησε να γυρίσει γρήγορα στη γενέτειρά του την Ιθάκη, αλλά οι μηχανορραφίες των θεών παρέτειναν την περιπλάνησή του, στην αρχή για τρία χρόνια, γεμάτα από τα πιο αλλόκοτα γεγονότα, κι έπειτα για άλλα εφτά χρόνια, που τα πέρασε όμηρος και εραστής, κοντά στη θεά Καλυψώ, η οποία τον ερωτεύτηκε και δεν τον άφηνε να φύγει απ’ το νησί της.
Στην Πέμπτη ραψωδία ο Οδυσσέας λέει στην Καλυψώ: «το είδα και καλά το ξέρω, η Πηνελόπη αντίκρυ σου, όσο κι αν δεν της λείπει η φρόνηση, σου υπολείπεται και στη μορφή και στο παράστημα… Κι όμως, εν γνώσει μου το θέλω και το επιθυμώ, απ’ το πρωί ως το βράδυ, σπίτι μου να γυρίσω, να δω κι εγώ τη μέρα της επιστροφής»[μετ. Δ. Ν. Μαρωνίτης].
Ο Οδυσσέας κοντά στην Καλυψώ πέρασε πραγματική ντόλτσε βίτα, ζωή άνετη, ζωή χαρισάμενη. Ωστόσο, ανάμεσα στην ντόλτσε βίτα στα ξένα και την παρακινδυνευμένη επιστροφή στο σπίτι, διάλεξε την επιστροφή. Αντί για την περιπαθή εξερεύνηση του αγνώστου (την περιπέτεια) προτίμησε την αποθέωση του γνωστού (την επιστροφή).Αντί για το άπειρο (γιατί η περιπέτεια υποτίθεται πως διαρκεί επ’ άπειρον) προτίμησε το πεπερασμένο (γιατί η επιστροφή είναι η συμφιλίωση με την περατότητα της ζωής).
Οι Φαίακες ναυτικοί απόθεσαν τον Οδυσσέα μαζί με το σεντόνι και το σκέπασμά του, χωρίς να τον ξυπνήσουν, στην παραλία της Ιθάκης, στη ρίζα μιας ελιάς, και έφυγαν. Αυτό ήταν και το τέλος του ταξιδιού. Ο Οδυσσέας κοιμόταν εξαντλημένος. Όταν ξύπνησε δεν ήξερε πού βρίσκεται. Έπειτα η Αθηνά έδιωξε απ’ τα μάτια του την ομίχλη και ήρθε η μέθη. Η μέθη της Μεγάλης Επιστροφής, η έκσταση του γνωστού, η μουσική που δονούσε τον αέρα μεταξύ ουρανού και γης: είδε τον όρμο που γνώριζε από μικρό παιδί, το δασωμένο βουνό που υψωνόταν πίσω του, και χάιδεψε τη γέρικη ελιά για να βεβαιωθεί πως είχε μείνει η ίδια όπως και πριν από είκοσι χρόνια.
[…]Ο Όμηρος τίμησε τη νοσταλγία με δάφνινο στεφάνι και καθόρισε έτσι μια ηθική ιεραρχία των συναισθημάτων. Στην κορυφή βρίσκεται η Πηνελόπη, πολύ πιο πάνω από την Καλυψώ.
Η Καλυψώ, αχ η Καλυψώ! Τη σκέφτομαι συχνά. Αγάπησε τον Οδυσσέα. Έζησαν εφτά χρόνια μαζί. Δεν ξέρουμε πόσον καιρό μοιράστηκε ο Οδυσσέας το κρεβάτι της Πηνελόπης, πάντως όχι τόσο μεγάλο διάστημα. Κι όμως, εμείς εξυμνούμε τον πόνο της Πηνελόπης και περιγελούμε το κλάμα της Καλυψώς».Η Άγνοια, Μίλαν Κούντερα (Μετ. Γιάννης Η. Χάρης)
Ο Οδυσσέας, λοιπόν, επέστρεψε. Γιατρεύτηκε, όμως, άραγε από τη νοσταλγία; Έπαψε πια να τον κατατρέχει η «ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής»; Ή μήπως επιστρέφοντας πια στην πολυπόθητη Ιθάκη και στην Πηνελόπη διαπίστωσε ότι άλλη μεγάλη λαχτάρα τον περίμενε; Η νοσταλγία για την Ωγυγία και την Καλυψώ που άφησε πίσω; Ποτέ δε θα μάθουμε την απάντηση, αφού ο Όμηρος φρόντισε το έπος του να κλείνει με την επιστροφή, εύκολα όμως μαντεύουμε… προφανώς ο Οδυσσέας δεν ησύχασε ποτέ, συνέχισε να νοσταλγεί και –ενίοτε- να υποφέρει.
Το μυαλό συχνά παίζει περίεργα παιχνίδια. Νοσταλγούμε άραγε πάντα ηθελημένα ή μήπως κάποιες φορές αυτό συμβαίνει χωρίς να το προκαλούμε;Στον εγκέφαλό μας κάθε ανάμνηση αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ουσία. Κάθε φορά που ανακαλούμε στη μνήμη μας ένα γεγονός, ενεργοποιείται ο ίδιος πάντα μηχανισμός, το ίδιο πλέγμα λειτουργιών. Σαν κάθε ανάμνηση να έχει τη θέση της στη «βιβλιοθήκη» του μυαλού μας, θέση που μένει για πάντα η ίδια. Έτσι, κάθε που θυμόμαστε ένα γεγονός, είναι σαν να ξέρουμε σε ποιο ακριβώς διάδρομο και ράφι της τεράστιας αυτής βιβλιοθήκης βρίσκεται, και για να το βρει ο εγκέφαλός μας ακολουθεί πάντα την ίδια διαδρομή. Αντίστοιχα, υπάρχουν γεγονότα τα οποία βιώσαμε κάποτε, αλλά πλέον δεν θυμόμαστε. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν, απλώς έχουν χαθεί για κάποιο λόγο στις συντεταγμένες του μυαλού κι εμείς είναι αδύνατον να εντοπίσουμε πια τη θέση τους. Σαν ένα αντικείμενο που βιαστικά το αφήνουμε σε ένα συρτάρι, ή όπου αλλού, για να το ξαναβρούμε αργότερα, αλλά που όταν πια το αναζητήσουμε να έχουμε ξεχάσει πού ακριβώς το αποθέσαμε ή ακόμα και να έχουμε ξεχάσει πια πως κατέχουμε εμείς αυτό το αντικείμενο. Είναι σαν ο εγκέφαλος να επιτελεί , κατά κάποιον τρόπο, το ρόλο βιβλιοθηκάριου και διαχειριστή αυτής της λαβυρινθοειδούς βιβλιοθήκης. Όχι μόνο αποθηκεύει και ταξινομεί, αλλά παράλληλα διαχωρίζει, αξιολογεί. Τοποθετεί τις σημαντικές μνήμες σε περίοπτη θέση, ώστε να είναι προσβάσιμες εύκολα και ανά πάσα στιγμή, και καταχωνιάζει τις ασήμαντες στους πιο σκοτεινούς διαδρόμους της αχανούς αυτής βιβλιοθήκης, στα αζήτητα, έτσι ώστε η εύρεση τους να είναι δύσκολη έως και ακατόρθωτη μερικές φορές. Κι όλα αυτά εν αγνοία μας.
Τι είναι, όμως, αυτό που ενεργοποιεί τη μνήμη, τι είναι αυτό που μας κάνει να νοσταλγούμε «γυρίζοντας» πίσω; Αν κάτσω και το σκεφτώ, φαντάζομαι πως οτιδήποτε μπορεί να επιτελέσει αυτή τη λειτουργία, οτιδήποτε μπορεί να σηκώσει τον βιβλιοθηκάριο από τη θέση του και να τον κάνει να τριγυρνά στους διαδρόμους και να ψάχνει στα ράφια της βιβλιοθήκης προς αναζήτηση μιας συγκεκριμένης ανάμνησης .Μια λέξη, ένα τραγούδι, μια μυρωδιά, μια γεύση… οτιδήποτε.
Είμαι άνθρωπος που αγαπά να «επιστρέφει». Νοσταλγώ συχνά και πολύ. Μπορεί να συμβαίνει επειδή ορισμένες φορές έχω κάποιο ερέθισμα συγκεκριμένο, αλλά μπορεί και να το κάνω και έτσι, ασυναίσθητα, χωρίς συγκεκριμένη αφορμή. Π.χ. εκεί που κάθομαι και διαβάζω για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (λέμε τώρα…) να κλείσω ξαφνικά τα μάτια και να βρεθώ στη Μονμάρτη ένα πρωινό Κυριακής ή στην Ερμούπολη ένα βραδάκι Ιουλίου ή στη Ρουέν κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ… οπουδήποτε. Και να ’ναι τέτοια η «ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής» που πια να μην μπορώ να συγκεντρωθώ σ’ αυτό που εξαρχής έκανα.
Γιατί νοσταλγούμε οι άνθρωποι; Είναι άραγε η νοσταλγία ίδιον του ανθρώπου ή και τα ζώα καμιά φορά νοσταλγούν; Γιατί σίγουρα θυμούνται ή, εν πάση περιπτώσει, αναγνωρίζουν, συνδέουν πρόσωπα με καταστάσεις. Νοσταλγούν, όμως; Μάλλον όχι, μάλλον είναι και αυτό ένα προνόμιο του ανθρώπου, έτσι λέω. Αλλά γιατί; Γιατί κάποιος να αναμοχλεύει μέσα του αυτήν την ανικανοποίητη λαχτάρα και την άγρια χαρά και λύπη μαζί που προκαλεί η νοσταλγία; Η Μάρω Βαμβουνάκη (Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο) γράφει- εύστοχα, θαρρώ- πως «η νοσταλγία είναι ένα συναίσθημα άκρως διφορούμενο. Περιέχει έντονο αυτό που ο Ιωάννης της Κλίμακος αποκαλεί «χαρμολύπη». Πονάει κι ευχαριστεί, πληγώνει και ηδονίζει, και, κυρίως, δεν είναι εύκολο ν’ αντιληφθούμε και να περιγράψουμε τον τελικό στόχο της.Κίνηση της ψυχής προς τα πίσω με τέρμα την αφετηρία.[…]Η νοσταλγία είναι διεγερτική γιατί ο άνθρωπος ποθεί την αιωνιότητα. Αν δεν μπορεί να τη συναντήσει τραβώντας μπροστά, στρέφεται πίσω αναζητώντας την αρχή του. Διαισθάνεται πως μονάχα σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, του μέλλοντος χρόνου και του παρελθόντος, ίσως να φτάσει στον χρόνο τον άχρονο και να ειρηνεύσει».
Όπως και να ’χει, γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι πάντα θα νοσταλγούμε και θα ονειρευόμαστε επιστροφές (ανικανοποίητες ή εφικτές). Γιατί «αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί, η μνήμη τρέφει το παρόν, το παρελθόν μας δικαιώνοντας, γιατί ό, τι υπήρξε μια φορά δε γίνεται να πάψει να ’χει υπάρξει».
Στην Πέμπτη ραψωδία ο Οδυσσέας λέει στην Καλυψώ: «το είδα και καλά το ξέρω, η Πηνελόπη αντίκρυ σου, όσο κι αν δεν της λείπει η φρόνηση, σου υπολείπεται και στη μορφή και στο παράστημα… Κι όμως, εν γνώσει μου το θέλω και το επιθυμώ, απ’ το πρωί ως το βράδυ, σπίτι μου να γυρίσω, να δω κι εγώ τη μέρα της επιστροφής»[μετ. Δ. Ν. Μαρωνίτης].
Ο Οδυσσέας κοντά στην Καλυψώ πέρασε πραγματική ντόλτσε βίτα, ζωή άνετη, ζωή χαρισάμενη. Ωστόσο, ανάμεσα στην ντόλτσε βίτα στα ξένα και την παρακινδυνευμένη επιστροφή στο σπίτι, διάλεξε την επιστροφή. Αντί για την περιπαθή εξερεύνηση του αγνώστου (την περιπέτεια) προτίμησε την αποθέωση του γνωστού (την επιστροφή).Αντί για το άπειρο (γιατί η περιπέτεια υποτίθεται πως διαρκεί επ’ άπειρον) προτίμησε το πεπερασμένο (γιατί η επιστροφή είναι η συμφιλίωση με την περατότητα της ζωής).
Οι Φαίακες ναυτικοί απόθεσαν τον Οδυσσέα μαζί με το σεντόνι και το σκέπασμά του, χωρίς να τον ξυπνήσουν, στην παραλία της Ιθάκης, στη ρίζα μιας ελιάς, και έφυγαν. Αυτό ήταν και το τέλος του ταξιδιού. Ο Οδυσσέας κοιμόταν εξαντλημένος. Όταν ξύπνησε δεν ήξερε πού βρίσκεται. Έπειτα η Αθηνά έδιωξε απ’ τα μάτια του την ομίχλη και ήρθε η μέθη. Η μέθη της Μεγάλης Επιστροφής, η έκσταση του γνωστού, η μουσική που δονούσε τον αέρα μεταξύ ουρανού και γης: είδε τον όρμο που γνώριζε από μικρό παιδί, το δασωμένο βουνό που υψωνόταν πίσω του, και χάιδεψε τη γέρικη ελιά για να βεβαιωθεί πως είχε μείνει η ίδια όπως και πριν από είκοσι χρόνια.
[…]Ο Όμηρος τίμησε τη νοσταλγία με δάφνινο στεφάνι και καθόρισε έτσι μια ηθική ιεραρχία των συναισθημάτων. Στην κορυφή βρίσκεται η Πηνελόπη, πολύ πιο πάνω από την Καλυψώ.
Η Καλυψώ, αχ η Καλυψώ! Τη σκέφτομαι συχνά. Αγάπησε τον Οδυσσέα. Έζησαν εφτά χρόνια μαζί. Δεν ξέρουμε πόσον καιρό μοιράστηκε ο Οδυσσέας το κρεβάτι της Πηνελόπης, πάντως όχι τόσο μεγάλο διάστημα. Κι όμως, εμείς εξυμνούμε τον πόνο της Πηνελόπης και περιγελούμε το κλάμα της Καλυψώς».Η Άγνοια, Μίλαν Κούντερα (Μετ. Γιάννης Η. Χάρης)
Ο Οδυσσέας, λοιπόν, επέστρεψε. Γιατρεύτηκε, όμως, άραγε από τη νοσταλγία; Έπαψε πια να τον κατατρέχει η «ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής»; Ή μήπως επιστρέφοντας πια στην πολυπόθητη Ιθάκη και στην Πηνελόπη διαπίστωσε ότι άλλη μεγάλη λαχτάρα τον περίμενε; Η νοσταλγία για την Ωγυγία και την Καλυψώ που άφησε πίσω; Ποτέ δε θα μάθουμε την απάντηση, αφού ο Όμηρος φρόντισε το έπος του να κλείνει με την επιστροφή, εύκολα όμως μαντεύουμε… προφανώς ο Οδυσσέας δεν ησύχασε ποτέ, συνέχισε να νοσταλγεί και –ενίοτε- να υποφέρει.
Το μυαλό συχνά παίζει περίεργα παιχνίδια. Νοσταλγούμε άραγε πάντα ηθελημένα ή μήπως κάποιες φορές αυτό συμβαίνει χωρίς να το προκαλούμε;Στον εγκέφαλό μας κάθε ανάμνηση αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ουσία. Κάθε φορά που ανακαλούμε στη μνήμη μας ένα γεγονός, ενεργοποιείται ο ίδιος πάντα μηχανισμός, το ίδιο πλέγμα λειτουργιών. Σαν κάθε ανάμνηση να έχει τη θέση της στη «βιβλιοθήκη» του μυαλού μας, θέση που μένει για πάντα η ίδια. Έτσι, κάθε που θυμόμαστε ένα γεγονός, είναι σαν να ξέρουμε σε ποιο ακριβώς διάδρομο και ράφι της τεράστιας αυτής βιβλιοθήκης βρίσκεται, και για να το βρει ο εγκέφαλός μας ακολουθεί πάντα την ίδια διαδρομή. Αντίστοιχα, υπάρχουν γεγονότα τα οποία βιώσαμε κάποτε, αλλά πλέον δεν θυμόμαστε. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν, απλώς έχουν χαθεί για κάποιο λόγο στις συντεταγμένες του μυαλού κι εμείς είναι αδύνατον να εντοπίσουμε πια τη θέση τους. Σαν ένα αντικείμενο που βιαστικά το αφήνουμε σε ένα συρτάρι, ή όπου αλλού, για να το ξαναβρούμε αργότερα, αλλά που όταν πια το αναζητήσουμε να έχουμε ξεχάσει πού ακριβώς το αποθέσαμε ή ακόμα και να έχουμε ξεχάσει πια πως κατέχουμε εμείς αυτό το αντικείμενο. Είναι σαν ο εγκέφαλος να επιτελεί , κατά κάποιον τρόπο, το ρόλο βιβλιοθηκάριου και διαχειριστή αυτής της λαβυρινθοειδούς βιβλιοθήκης. Όχι μόνο αποθηκεύει και ταξινομεί, αλλά παράλληλα διαχωρίζει, αξιολογεί. Τοποθετεί τις σημαντικές μνήμες σε περίοπτη θέση, ώστε να είναι προσβάσιμες εύκολα και ανά πάσα στιγμή, και καταχωνιάζει τις ασήμαντες στους πιο σκοτεινούς διαδρόμους της αχανούς αυτής βιβλιοθήκης, στα αζήτητα, έτσι ώστε η εύρεση τους να είναι δύσκολη έως και ακατόρθωτη μερικές φορές. Κι όλα αυτά εν αγνοία μας.
Τι είναι, όμως, αυτό που ενεργοποιεί τη μνήμη, τι είναι αυτό που μας κάνει να νοσταλγούμε «γυρίζοντας» πίσω; Αν κάτσω και το σκεφτώ, φαντάζομαι πως οτιδήποτε μπορεί να επιτελέσει αυτή τη λειτουργία, οτιδήποτε μπορεί να σηκώσει τον βιβλιοθηκάριο από τη θέση του και να τον κάνει να τριγυρνά στους διαδρόμους και να ψάχνει στα ράφια της βιβλιοθήκης προς αναζήτηση μιας συγκεκριμένης ανάμνησης .Μια λέξη, ένα τραγούδι, μια μυρωδιά, μια γεύση… οτιδήποτε.
Είμαι άνθρωπος που αγαπά να «επιστρέφει». Νοσταλγώ συχνά και πολύ. Μπορεί να συμβαίνει επειδή ορισμένες φορές έχω κάποιο ερέθισμα συγκεκριμένο, αλλά μπορεί και να το κάνω και έτσι, ασυναίσθητα, χωρίς συγκεκριμένη αφορμή. Π.χ. εκεί που κάθομαι και διαβάζω για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (λέμε τώρα…) να κλείσω ξαφνικά τα μάτια και να βρεθώ στη Μονμάρτη ένα πρωινό Κυριακής ή στην Ερμούπολη ένα βραδάκι Ιουλίου ή στη Ρουέν κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ… οπουδήποτε. Και να ’ναι τέτοια η «ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής» που πια να μην μπορώ να συγκεντρωθώ σ’ αυτό που εξαρχής έκανα.
Γιατί νοσταλγούμε οι άνθρωποι; Είναι άραγε η νοσταλγία ίδιον του ανθρώπου ή και τα ζώα καμιά φορά νοσταλγούν; Γιατί σίγουρα θυμούνται ή, εν πάση περιπτώσει, αναγνωρίζουν, συνδέουν πρόσωπα με καταστάσεις. Νοσταλγούν, όμως; Μάλλον όχι, μάλλον είναι και αυτό ένα προνόμιο του ανθρώπου, έτσι λέω. Αλλά γιατί; Γιατί κάποιος να αναμοχλεύει μέσα του αυτήν την ανικανοποίητη λαχτάρα και την άγρια χαρά και λύπη μαζί που προκαλεί η νοσταλγία; Η Μάρω Βαμβουνάκη (Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο) γράφει- εύστοχα, θαρρώ- πως «η νοσταλγία είναι ένα συναίσθημα άκρως διφορούμενο. Περιέχει έντονο αυτό που ο Ιωάννης της Κλίμακος αποκαλεί «χαρμολύπη». Πονάει κι ευχαριστεί, πληγώνει και ηδονίζει, και, κυρίως, δεν είναι εύκολο ν’ αντιληφθούμε και να περιγράψουμε τον τελικό στόχο της.Κίνηση της ψυχής προς τα πίσω με τέρμα την αφετηρία.[…]Η νοσταλγία είναι διεγερτική γιατί ο άνθρωπος ποθεί την αιωνιότητα. Αν δεν μπορεί να τη συναντήσει τραβώντας μπροστά, στρέφεται πίσω αναζητώντας την αρχή του. Διαισθάνεται πως μονάχα σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, του μέλλοντος χρόνου και του παρελθόντος, ίσως να φτάσει στον χρόνο τον άχρονο και να ειρηνεύσει».
Όπως και να ’χει, γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι πάντα θα νοσταλγούμε και θα ονειρευόμαστε επιστροφές (ανικανοποίητες ή εφικτές). Γιατί «αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί, η μνήμη τρέφει το παρόν, το παρελθόν μας δικαιώνοντας, γιατί ό, τι υπήρξε μια φορά δε γίνεται να πάψει να ’χει υπάρξει».
C.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου