«Έλα να πάρουμε έναν καφέ, να δεις που θα νιώσεις αμέσως καλύτερα, έλα μην κλαις..». Μια περιποιημένη και καθώς πρέπει κυρία που περπατά μπροστά μου απευθύνεται σε μια ξανθιά γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας (εγώ την έκανα 30 με 35, αλλά μπορεί και να ήταν μικρότερη, διόλου απίθανο), ίσως και όμορφη (οι καταχρήσεις, βλέπεις, αφήνουν σημάδια και ασχημαίνουν), που περπατά δίπλα της, κουβαλάει 2 τσάντες παραγεμισμένες, σκουπίζει τα μάτια της που δε σταματούν να τρέχουν με την ανάστροφη του χεριού της και περπατά τρεκλίζοντας ελαφρώς. Είναι πρωί στην Πανεπιστημίου. Η κυρία δεν είναι -προφανώς -Ελληνίδα, γιατί μιλάει με μια περίεργη προφορά, «σπαστά». Η ξανθιά γυναίκα δε μπορεί να σταματήσει να κλαίει. «Έλα, να δεις, με τον καφέ θα ξυπνήσεις» συνεχίζει η κυρία με τα γλυκά, παρηγορητικά ελληνικά της. «Γιατί τα κάνετε όλα αυτά για μένα; Ούτε που με ξέρετε..» επιμένει η κοπέλα, σαν να μην μπορεί ακόμα να πιστέψει ότι κάποιος εκεί έξω ενδιαφέρεται πραγματικά γι’ αυτήν. Σ’ αυτό το σημείο τις έχω προσπεράσει, αλλά δεν αντέχω να μην επιβραδύνω το βήμα μου για να ακούσω την απάντηση της κυρίας… Και η απάντηση έρχεται φυσικότατα, αβίαστα, σαν να ήταν εκεί από πάντα και σαν η κυρία να μη σηκώνει δεύτερη κουβέντα. «Γιατί είμαστε άνθρωποι.»
Posted by C.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου